19 Απρ 2008

Limpopo - Νότια Αφρική Λευκόχρυσος εναντίον ανθρώπων

 

Η Rose Thlotse είναι σαράντα πέντε χρόνων και μητέρα έξι παιδιών. Αγρότισσα από μικρή ηλικία ζει τώρα δίχως νερό, με κομμένο ηλεκτρικό και χωρίς άλλες υποδομές μαζί με λιγοστές ακόμη οικογένειες στο εγκαταλειμμένο χωριό της, αρνούμενη να υποκύψει στις πιέσεις και τους εκβιασμούς των κυβερνητικών υπηρεσιών και της αστυνομίας. Εμπορεύεται τα λιγοστά προϊόντα που παράγει ενώ ο άντρας της, εργάτης ορυχείου, παραμένει άνεργος. Οι συγχωριανοί της Rose μετακινήθηκαν αναγκαστικά και ύστερα από συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις και συνεχείς διώξεις, σε ένα πρόσφατα χτισμένο οικισμό, στο Sterkwater, δέκα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό GΑ-Pila. Από την αρχή σχεδόν αντιμετωπίζουν ψηλά ποσοστά ανεργίας και μεγάλης φτώχειας, ελλείψεις στις υποδομές και μεγάλα προβλήματα στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και της εκπαίδευσης. Η επαρχία Limpopo, στην οποία ανήκει το χωριό, είναι από τις φτωχότερες της χώρας, με μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα το μισό περίπου το εθνικού μέσου όρου που προέρχεται κυρίως από την αγροτική παραγωγή.
Το GΑ-Pila -που τώρα είναι ένα φάντασμα- ήταν μια όμορφη αγροτική κωμόπολη χτισμένη πάνω σε ένα εύφορο έδαφος με πετυχημένες συγκομιδές φασολιών, φιστικιών, κολοκυθιών και ζαχαροκάλαμου, στην οποία κατοικούσαν μέχρι τον Αύγουστο του 2001, έξι χιλιάδες άνθρωποι κυρίως της φυλής Langa. Στην περιοχή που οι λευκοί άποικοι ονόμασαν Βόρειο Τράνσβαλ, και μόλις το 2003, η αντίστοιχη επαρχία πήρε το αφρικάνικο όνομα Limpopo, από το ομώνυμο ποτάμι στην βόρεια άκρη της Νότιας Αφρικής, στα σύνορα με την Ζιμπάμπουε και την Μοζαμβίκη, το GΑ-Pila, είναι ένα από τα πολλά χωριά, που η πολυεθνική Anglo Platinum και η κυβέρνηση της χώρας επέβαλλαν να μεταφερθούν για να σκαφθεί το έδαφος τους. Το ορυχείο λευκόχρυσου PPL, επεκτείνεται συνεχώς, σε μια περίοδο που η τιμή του ανεβαίνει φέρνοντας κέρδος στους μετόχους της εταιρίας και απόγνωση στους ντόπιους ανθρώπους που αντί για ευλογία, το πλούσιο υπέδαφος μετατράπηκε σε κατάρα γι’ αυτούς. Η ασταμάτητη εξόρυξη και η επεξεργασία έχει μολύνει ανεπανόρθωτα τα γύρω ποτάμια και τα υπόγεια νερά αναγκάζοντας τους ντόπιους να αγοράζουν ακριβά το πόσιμο νερό μεταφέροντάς το από μακριά για να αποφύγουν τα σημαντικά προβλήματα υγείας, τις στομαχικές ασθένειες και τους καρκίνους που δημιουργεί η μόλυνση. Τα νιτρικά άλατα και οι χημικές ουσίες που βοηθάνε στην κατεργασία του ορυκτού έχουν επιδράσει αρνητικά στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μαζί με την έλλειψη νερού έχουν απομειώσει την αγροτική παραγωγή. Υπολογίζεται πως πάνω από δεκαεπτά χιλιάδες άνθρωποι στην γύρω περιοχή, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με την ποιότητα και την ποσότητα του πόσιμου νερού.
Η πολυεθνική διατείνεται, σε πείσμα της αλήθειας, πως το πρόγραμμα μετεγκατάστασης βοήθησε τους αγρότες και καλυτέρεψε την ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως οι παλιοί ελεύθεροι αγρότες, μετατράπηκαν σε μικρούς καλλιεργητές μερικών λαχανόκηπων στις καινούριες εκτάσεις, και η ανεργία των περισσότερων, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος ζωής, εξανέμισε τα οικονομικά επιδόματα που πήραν στην αρχή.
Με το 90% των παγκόσμιων αποθεμάτων λευκόχρυσου να βρίσκονται στα σπλάχνα της Νότιας Αφρικής, η Anglo Platinum κατέχει ηγετική θέση στον τομέα, με τεράστια κέρδη και αποφασιστική δύναμη επιρροής στην κυβέρνηση της χώρας. Έχοντας έναν μέσο ετήσιο όρο είκοσι θανάτους εργατών στα ορυχεία της έδειξε το τελευταίο διάστημα να ενοχλείται από τα απανωτά δημοσιεύματα των δυτικών ΜΜΕ για την συμπεριφορά της στην περιοχή του Limpopo. Φρόντισε να απαντήσει με μια ανακοίνωση που προσπαθεί να συγκαλύψει την πραγματικότητα και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Οι άνθρωποι όμως στα χωριά και κυρίως αυτοί που ακόμα αντιστέκονται στο GΑ-Pila έχουν εντελώς διαφορετική γνώμη.

* Η κατάσταση στα χωριά του Limpopo ήρθε ξανά στο προσκήνιο ύστερα από τη δημοσίευση μιας έκθεσης της ΜΚΟ Actionaid. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.actionaid.gr/ActionAid.AngloPlats.MiningReport.pdf, είναι διαθέσιμη για περισσότερες πληροφορίες.

5 Απρ 2008

Makoko –Λάγκος. Οι ξυλοπόδαρες καλύβες που καπνίζουν

Ακόμα και από τις δορυφορικές φωτογραφίες, η Makoko, αποπνέει μια -δύσκολα να κρυφτεί από την μεγάλη απόσταση- μιζέρια και βρωμιά. Στις όχθες της λιμνοθάλασσας του Λάγκος, ακριβώς απέναντι από την γιγαντιαία γέφυρα Third Mainland (την μεγαλύτερη της Αφρικής) που ενώνει με τα δώδεκα περίπου χιλιόμετρα της, την περιοχή Oworonshoki με το νησί Adeniji Adele, οι ξύλινες και μεταλλικές καλύβες της Makoko, που στέκονται με ξυλοπόδαρα μέσα στο βρώμικο νερό, στεγάζουν πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες ψυχές, δημιουργώντας μια από τις πιο άθλιες παραγκουπόλεις της παλιάς πρωτεύουσας της Νιγηρίας.

Παλιό ψαροχώρι, η περιοχή άρχισε να συγκεντρώνει από την δεκαετία του Εβδομήντα, εσωτερικούς μετανάστες αλλά και άλλους από τις γειτονικές χώρες όπως το Μπενίν και το Τόγκο, με σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι στην Makoko καταγίνονται με το ψάρεμα. Οι μεγάλοι βγαίνουν στα ανοιχτά, στα νερά του Ατλαντικού, με τις ξύλινες βάρκες για να ψαρέψουν και τα παιδιά με τις γυναίκες ανάβουν φωτιές για να καπνίσουν τα ψάρια, μια πατροπαράδοτη μέθοδος συντήρησης που επιτρέπει για μεγάλο χρονικό διάστημα την πώλησή τους, στις αγορές του Λάγκος. Όπως και στις άλλες εκατοντάδες (πάνω από διακόσιες) παραγκουπόλεις του Λάγκος, που συνεχίζει να είναι η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας, το ηλεκτρικό είναι μεγάλη πολυτέλεια, το πόσιμο νερό αγοράζεται σε ψηλές τιμές από τους φτωχούς Νιγηριανούς και το αποχετευτικό δίκτυο είναι ανύπαρκτο. Αποτέλεσμα, μια συνεχής ανακύκλωση των επιδημιών που μαζί με το Aids, διατηρούν σε ψηλά ποσοστά τη θνησιμότητα ειδικά στις μικρές ηλικίες. Παράλληλα η εγκληματικότητα είναι μια καθημερινή κατάσταση, απότοκος της μεγάλης φτώχειας σε μια χώρα που οι πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της και ειδικά το πετρέλαιο, λαφυραγωγούνται από τις ξένες πολυεθνικές και μια ελάχιστη μειοψηφία Νιγηριανών που ελέγχουν ένα διεφθαρμένο καθεστώς. Στους λαβύρινθους που σχηματίζουν οι καλύβες στην Makoko οι νεανικές συμμορίες ελέγχουν την καθημερινή ζωή και οι κρατικές αρχές σπάνια εμφανίζονται. Όταν κάνουν την εμφάνισή τους, όπως τον Απρίλη του 2005, συνοδεύονται από μπουλντόζες με σκοπό να κατεδαφίσουν τις καλύβες και να αποδώσουν την περιοχή σε ορισμένους πλούσιους Νιγηριανούς γαιοκτήμονες που διατείνονται πως κατέχουν τίτλους ιδιοκτησίας. Αυτά, με την οικονομική υποστήριξη προγραμμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας που δίνει λεφτά στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει δήθεν το στεγαστικό πρόβλημα των φτωχών Νιγηριανών. Εκείνες τις ημέρες πάνω από τρεις χιλιάδες κάτοικοι της Makoko, διώχτηκαν και οι καλύβες τους γκρεμίστηκαν.




Με οκτώμισι εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 2006, από τις τριακόσιες χιλιάδες του 1950, το Λάγκος ακολουθεί την Ντάκα στις πιο ταχύτατα επεκτεινόμενες μεγαπόλεις του Τρίτου Κόσμου. Εάν οι ρυθμοί αυτοί διατηρηθούν αμείωτοι, έως το 2015, μελέτες υπολογίζουν πως η πόλη θα ξεπεράσει τα δεκαπέντε εκατομμύρια. Το πετρελαϊκό μπουμ σε συνδυασμό κυρίως με τα λεγόμενα Προγράμματα Δομικής Αναπροσαρμογής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δημιούργησαν μια τεράστια ροή φτωχού, ξεκληρισμένου αγροτικού πληθυσμού, στα αστικά κέντρα, πραγματικότητα που δεν είναι μόνο νιγηριανό φαινόμενο. Στη Νιγηρία πάντως, τα προγράμματα αυτά ευθύνονται για την έκρηξη της ακραίας φτώχειας από το 28% του συνολικού πληθυσμού το 1980, στο 66% το 1996. Το Λάγκος σύμφωνα με μια εκτίμηση αποτελεί τον μεγαλύτερο κόμβο, σε ένα διάδρομο αλλεπάλληλων παραγκουπόλεων που εκτείνεται από το Αμπιτζάν έως το Ιμπαντάν, αποτελώντας το μεγαλύτερο αποτύπωμα αστεακής φτώχειας στην Γη.


* Η στήλη συστήνει ανεπιφύλακτα το άρθρο του Mike Davis, «Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων» στην ελληνική έκδοση του New Left Review (εκδόσεις Αγρα, 2006) με πολλές αναφορές στην περίπτωση του Λάγκος. Επίσης τη συλλογή διηγημάτων στα αγγλικά, του νιγηριανού Fidelis Balogun, με τίτλο «Αναπροσαρμοσμένες ζωές» που κυκλοφόρησε το 1995, και περιγράφει γλαφυρά την σύγχρονη καταστροφή της νιγηριανής κοινωνίας.

22 Μαρ 2008

Τρεντστάουν, Τζαμάικα. Και στην κόλαση …χορεύουν!

 

Στο δυτικό άκρο της πρωτεύουσας Κίνγκστον, η παραγκούπολη Τρεντστάουν συνεχίζει να αποτελεί ένα «βαρύ» όνομα για το μικρό νησί της Καραϊβικής και για τα δυόμισι περίπου εκατομμύρια Τζαμαϊκανούς που ζούνε σε αυτό. Στον 19ο αιώνα η περιοχή βρισκόταν στην κατοχή ενός Ιρλανδού γαιοκτήμονα, του James Trench, από τον οποίο πήρε, κατά πάσα πιθανότητα, το όχι τόσο ζηλευτό όνομά της. Μερικοί θεωρούν, αντίθετα, πως το όνομα στην περιοχή έδωσε ένας τεράστιος ανοικτός υπόνομος που διέσχιζε την περιοχή με τις καλύβες, που από τις αρχές του εικοστού αιώνα και ειδικά μετά το 1930 άρχισαν να φυτρώνουν γύρω από την χωματερή της πρωτεύουσας. Το σημερινό πρόσωπό της η Τρεντστάουν άρχισε να το παίρνει όταν μετά τον μεγάλο τυφώνα Τσάρλι, το 1951, ο όποιος σάρωσε τις καλύβες, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα στέγασης για τους πληγέντες. Σταδιακά η παραγκούπολη έγινε πόλος έλξης των αγροτών που συνέρρεαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην πόλη ψάχνοντας για δουλειά και σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα νούμερα, στην περιοχή κατοικούν τουλάχιστον είκοσι έξι χιλιάδες ψυχές, σε συνθήκες σχεδόν ίδιες με αυτές πριν εξήντα χρόνια.

Η παραγκούπολη, από την μία, είναι συνώνυμη με τις νεανικές συμμορίες και την μεγάλη εγκληματικότητα που μαστίζει την κοινωνία του νησιού, ειδικά από την δεκαετία του Εβδομήντα και μετά. Μια εγκληματικότητα που έγινε σταδιακά πολύ σκληρή, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης φτώχειας αλλά και της μετατροπής της Τζαμάικα σε σταθμό των δρόμων της κοκαΐνης προς τον Βορρά. Παρά τις προσχηματικές κυβερνητικές προσπάθειες και την δήθεν ιεραποστολική δράση αρκετών δυτικών ΜΚΟ, η Τρεντστάουν παραμένει μια περιοχή, όπου βασιλεύει ο νόμος της ζούγκλας και οι δολοφονίες είναι καθημερινό φαινόμενο. Στο νησί οι δείκτες εγκληματικότητας είναι από τους ψηλότερους στον κόσμο, με τους θανάτους από αυτήν να ξεπερνούν τα χίλια άτομα κάθε χρόνο. Σημαντικό ρόλο στην επέκταση της βίας έχει παίξει και η βάρβαρη αντιμετώπιση των νεανικών συμμοριών από την αστυνομία, η οποία ευθύνεται για εκατοντάδες ψυχρές δολοφονίες μόνο τα τελευταία επτά χρόνια. Ένα εκρηκτικό μίγμα κρατικής διαφθοράς και διαπλοκής με το οργανωμένο έγκλημα μαζί με μια εκτεταμένη κοινωνική αποσύνθεση, αποτέλεσμα της απίστευτης φτώχειας, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στην ισχυρή εξάρτηση της χώρας από τα βορειοαμερικάνικα αφεντικά, έχουν μετατρέψει το παραδεισένιο νησί σε μια επίγεια κόλαση.

Η Τρεντστάουν, από την άλλη, είναι γνωστή σαν η πόλη όπου μεγάλωσε ο Robert Nesta Marley. Ο μικρός που αργότερα θα γίνονταν παγκόσμια γνωστός σαν Μπομπ Μάρλει, ήρθε στην παραγκούπολη μαζί με την μητέρα του, σε ηλικία λίγο πάνω από τα δέκα χρόνια, όταν πέθανε ο πατέρας του. Από την πρώτη στιγμή ο νεαρός τραγουδοποιός που έγινε συνώνυμο της μουσικής ρέγκε, μίλησε για την παραγκούπολη στα τραγούδια του. Το Trenchtown Rock και το No Woman, No Cry, είναι από τα γνωστότερα τραγούδια που μίλησαν για τους ανθρώπους της και συνεχίζουν να τους συνοδεύουν στην καθημερινή σκληρή ζωή τους.


* Κάθε χρόνο από στις αρχές του Φλεβάρη, η παραγκούπολη, παρά τις δυσκολίες, ντύνεται στα γιορτινά της και στο χώρο του ναυπηγείου, όπου έζησε ο Μάρλει και η κοινότητα των Ρασταφάρις γίνονται συναυλίες και τα τραγούδια ακούγονται δυνατά σε όλες τις γειτονιές της.

9 Μαρ 2008

Χάντσβιλ, Βόρεια Αλαμπάμα. Η εξαφάνιση των εργατών



Ένα ασυνήθιστο γεγονός ήρθε να ταράξει την ήρεμη ζωή των εκατόν πενήντα περίπου χιλιάδων κατοίκων του Χάντσβιλ στην βόρεια Αλαμπάμα τον τελευταίο καιρό . Η πόλη που βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Τενεσί και είναι γνωστή από παλιά εξαιτίας της συγκέντρωσης εκεί αρκετών μονάδων αεροναυπηγικής  υψηλής στρατιωτικής τεχνολογίας  και  του κέντρου  της ΝΑΣΑ , σαν η «πόλη της ρουκέτας», έμαθε από μια λιτή ανακοίνωση της πολυεθνικής Cinram, που διατηρεί εδώ  μια  παραγωγική μονάδα,     πως περίπου εκατό  ξένοι εργάτες της δεν παρουσιάστηκαν στην δουλειά και εξαφανίστηκαν από τις μισθωμένες κατοικίες στις οποίες ζούσαν το τελευταίο διάστημα.

Στην οδό Moores Mill, στο νούμερο 4905, η Cinram, που έχει έδρα το Οντάριο του Καναδά και ισχυρή παρουσία στις ΗΠΑ και χώρες της Δυτικής Ευρώπης, έχει μια μονάδα παραγωγής ψηφιακών δίσκων, τομέας στον οποίο η πολυεθνική κατέχει τα σκήπτρα παγκοσμίως. Πρόσφατα η εταιρία είχε ζητήσει και είχε πάρει την άδεια  από τις κρατικές αρχές για «εισαγωγή» 1350 ξένων προσωρινών  εργατών  με το καθεστώς της H2B βίζας. Από αυτούς οι οκτακόσιοι ήταν από την Τζαμάικα και οι υπόλοιποι από το Νεπάλ, την Ουκρανία, την Βολιβία και την Δομινικανή Δημοκρατία. Οι εξαφανισμένοι ήταν όλοι τους Νεπαλέζοι , σχεδόν οι μισοί από τους διακόσιους σαράντα που δούλευαν στο τμήμα πακεταρίσματος των DVD και των CD.

Τα συμβόλαια που είχε υπογράψει η εταιρία με τους εργάτες  προέβλεπαν πλήρη απασχόληση για ένα χρόνο, σε δωδεκάωρη βάση για οκτώ δολάρια την ώρα. Αντί γι αυτό, και ιδιαίτερα μετά τα Χριστούγεννα,  η διοίκηση της Cinram, επικαλούμενη την πτώση των πωλήσεων, μείωσε αυθαίρετα στο μισό και παραπάνω τις ώρες απασχόλησης και έτσι σκόπευε να συνεχίσει μέχρι τον ερχόμενο Μάιο , οπότε λήγουν και τα συμβόλαια μίσθωσης των προσωρινών εργατών. Έτσι οι εργάτες έφτασαν να δουλεύουν μόνο τρεις ημέρες  και με δυσκολία να φτάνουν τα διακόσια δολάρια σε αποδοχές  την εβδομάδα όταν και μόνο για ενοίκια στα δύο μεγάλα κτίρια που τους εγκατέστησαν  έπρεπε να δίνουν πεντακόσια σαράντα δολάρια τον μήνα. Για τους δύστυχους Νεπαλέζους αυτό ήταν καταστροφή, μιας και όλοι, εκτός από την προσωπική συντήρηση τους,  έπρεπε να ξεπληρώνουν και τα μεγάλα χρέη που δημιούργησαν για να πάρουν την προσωρινή βίζα. Σύμφωνα με εφημερίδες στο Νεπάλ που έδωσαν έκταση στο γεγονός, οι περισσότεροι πλήρωσαν  στους μεσάζοντες δέκα χιλιάδες δολάρια και αρκετοί έως και εικοσιπέντε χιλιάδες, ποσό αστρονομικό για τα δεδομένα της χώρας.

Πίσω από την  ετήσια βίζα προσωρινής απασχόλησης Η2Β, που σπανίως μπορεί να επεκταθεί στα τρία χρόνια, υπάρχει σε κάθε χώρα , με την σιωπηλή αποδοχή φυσικά των προξενικών αμερικάνικων αρχών ένα προσοδοφόρο παζάρι ελπίδας , ειδικά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και στην Ανατολική Ευρώπη, που το τέλος του είναι μια κακοπληρωμένη και ολιγόμηνη δουλειά στις ΗΠΑ, που σπανίως καλύπτει ακόμη και  το αρχικό χρέος. Στην πολυπόθητη γη της «ελευθερίας» οι δυστυχισμένοι μετανάστες γνωρίζουν από την πρώτη στιγμή μια απίστευτη εκμετάλλευση   Και  από εκεί και πέρα ξεκινά μια περιπέτεια παρανομίας η συνήθως επιστροφή στην πατρίδα με την προσμονή μιας καλύτερης ευκαιρίας.

 Την μαζική εξαφάνιση των Νεπαλέζων από το Χάντσβιλ, που ακόμη τους ψάχνουν οι υπηρεσίες μετανάστευσης,  ακολούθησαν οι κατηγορίες των ιδιοκτητών των κατοικιών πως αυτές λεηλατήθηκαν από τα έπιπλα τους! και ένα ρεπορτάζ ενός λαγωνικού-δημοσιογράφου στο CNN, πως πίσω από την εξαφάνιση των Νεπαλέζων μπορεί να κρύβεται τρομοκρατική συνομωσία κατά της ασφάλειας των ΗΠΑ!

* Από χθες ξεκίνησε το Δέκατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στην Θεσσαλονίκη, που θα διαρκέσει μέχρι τις 16 του μήνα. Παρά την μεγάλη κόντρα που ξέσπασε ανάμεσα στους έλληνες ντοκιμαντερίστες και τον διευθυντή του Φεστιβάλ, ο «Αθέατος Κόσμος» προτρέπει τους αναγνώστες του να ανακαλύψουν στο πρόγραμμα, ταινίες με ξεχωριστό ενδιαφέρον.

23 Φεβ 2008

Τόκιο –Ιαπωνία. Νετ-άστεγοι η Μακ-άστεγοι;


Το κεντρικό πάρκο Shinjuku περιβάλλεται από τα ψηλότερα κτίρια του Τόκιο, όπως το Μητροπολιτικό Κυβερνητικό 1 και 2 και από τα πολυτελή ξενοδοχεία Century Hyatt και Park Hyatt, σύγχρονα δείγματα του πλούτου και της οικονομικής δύναμης της χώρας και της ελίτ που την κυβερνά. Το πάρκο είναι όμως και το «Μπέβερλι Χιλ» εκατοντάδων αστέγων που μένουν σε πλαστικά παραπήγματα από μπλε μουσαμά που περιπαικτικά ονομάζονται «μπλε μέγαρα». Άλλες ομάδες αστέγων δεν έχουν το προνόμιο να κοιμούνται σε τόσο κεντρικό και πλούσιο σημείο της ασιατικής μέγα-πόλης. Αυτοί συγκεντρώνονται σε άλλα πάρκα όπως το Ueno, στις όχθες του Sumida ή στη φτωχογειτονιά Asakusa στην παλιά πόλη στην περιοχή Taito. Όχι λίγες φορές μετακομίζουν κυνηγημένοι από την αστυνομία και τις δημοτικές αρχές για να ξαναγυρίσουν λίγο μετά και περισσότεροι. 


Μόλις στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, δηλαδή στις αρχές του Ενενήντα οι κρατικές αρχές της Ιαπωνίας άρχισαν να μετράνε επίσημα τον αριθμό των αστέγων στο Τόκιο. Και μόλις το 1998, διέθεταν επίσημα στοιχεία για το συνολικό αριθμό των αστέγων σε όλη τη χώρα. Στη χώρα που ηγείται αυτό το εξάμηνο της ομάδας των επτά πλουσιότερων δυτικών χωρών και ετοιμάζεται να φιλοξενήσει στις αρχές του καλοκαιριού τη σύνοδο κορυφής, το φαινόμενο των ανθρώπων που κοιμούνται στα ρείθρα των δρόμων, κάτω από γέφυρες ή στα μεγάλα πάρκα επεκτείνεται με αλματώδεις ρυθμούς τα τελευταία χρόνια σαν αποτέλεσμα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και της συνακόλουθης ανεργίας και φτώχειας που παράγει. Για την παραδοσιακή ιαπωνική κοινωνία οι εικόνες των αστέγων που πολλαπλασιάζονται αποτελούν μια ισχυρή γροθιά στο στομάχι, παρά το γεγονός πως οι αριθμοί σε σχέση με άλλες χώρες της Δύσης είναι ακόμη μικροί.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας και Εργασίας, το 2003 οι άστεγοι στη χώρα ξεπέρασαν τις είκοσι πέντε χιλιάδες, σχεδόν διπλάσιος αριθμός από αυτόν του 1998, από τους οποίους εξίμισι χιλιάδες στο Τόκιο και οκτώ χιλιάδες στην Οσάκα. Με αστικοποίηση που φτάνει στο 80% του συνολικού πληθυσμού η Ιαπωνία βλέπει για πρώτη φορά, ύστερα από τα ένδοξα μεταπολεμικά χρόνια της οικονομικής ανόδου, να επεκτείνεται ραγδαία ο αριθμός των φτωχών που αδυνατούν να διατηρήσουν μια κατοικία ενώ σε αυτούς προστίθενται συνεχώς τμήματα της νεολαίας που δεν μπορούν να βρούνε μια σταθερή απασχόληση. 


Οι νέοι μάλιστα ανακάλυψαν καινούρια σημεία για να περνάνε την νύχτα τους. Δεν πάει πολύς καιρός που τα ιαπωνικά ΜΜΕ ανακάλυψαν με δέος, πως χιλιάδες άστεγοι νέοι και νέες διανυκτερεύουν συστηματικά στα ιντερνετ-καφέ και στις μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού όπως τα γνωστά Μακ-Ντόναλτς. Με χίλια έως δύο χιλιάδες γεν πολλά νετ-καφέ στο Τόκιο νοικιάζουν για ένα βράδυ ένα μικρό θαλαμίσκο που μόλις χωρά έναν υπολογιστή και μια ανακλινόμενη καρέκλα. Ορισμένα μάλιστα με μεγαλύτερη αμοιβή παραχωρούν και τη χρήση μιας ντουζιέρας για την ατομική υγιεινή του άστεγου. Από την άλλη μεριά με λίγες εκατοντάδες γεν, ο άστεγος μπορεί να παραγγείλει ένα καφέ και ένα χάρμπουγκερ, και να λαγοκοιμηθεί όλη τη νύχτα πάνω στα τραπέζια ενός από τα Μακ-Ντόναλτς που λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο στην πόλη. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του Υπουργείου Υγείας που έγινε σε ογδόντα επτά νετ-καφέ σε όλη τη χώρα, ο αριθμός των νετ-αστέγων, όπως ονομάζονται πλέον, φτάνει κάθε βράδυ τις πέντε χιλιάδες τετρακόσιους ανθρώπους. Την έρευνα επέβαλλε ένα κρούσμα μαζικής φυματίωσης δεκατριών αστέγων νέων το 2005, σε ένα τέτοιο καφέ σε μια γειτονιά του Τόκιο.

* Σύμφωνα με το άρθρο «Οι άστεγοι του Τόκιο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» του Β.Visetpricha, ο μέσος όρος ηλικίας των άστεγων στην ιαπωνική πρωτεύουσα είναι τα εξήντα χρόνια. Οι μισοί από αυτούς είναι πρώην εργάτες οικοδομών, τέσσερις στους δέκα ήταν εργαζόμενοι με πλήρως ωράριο και 3 στους τέσσερις ήταν εργάτες ημέρας χωρίς σταθερή δουλειά πριν βρεθούν στον δρόμο. Τέσσερις στους δέκα κοιμούνται στα πάρκα, δύο στους δέκα στις όχθες ποταμιών, περίπου ίδιο ποσοστό στα ρείθρα των δρόμων και τα πεζοδρόμια και λιγότεροι σε σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς ή σε άλλα σημεία της νυκτερινής μεγάλης πόλης. Εκπληκτικές φωτογραφίες αστέγων στην Αsaakusa, μπορεί να δει κανείς στην φωτογραφική δουλειά του Marco Silvestri «Το Κρυφό Τόκιο» στην διεύθυνση www.thehiddentokyo.com.

9 Φεβ 2008

Πεκίνο-Ολυμπιακό Στάδιο. Η φωλιά του πουλιού και ο αρχιεργάτης κ. Ζού


Ο Zhou Guoyun ήρθε στο Πεκίνο το 1984 από ένα φτωχό χωριό της επαρχίας Χενάν, της κεντρικής Κίνας. Είναι ένας από τα δεκάδες εκατομμύρια αγροτών που συνέρευσαν στα αστικά κέντρα, σαν εσωτερικοί μετανάστες για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση εργατικών χεριών, ύστερα από το μεγάλο οικονομικό «μπούμ», ειδικά στον τομέα της μεταποίησης. Ο κύριος Zhou, από την αρχή, έπιασε δουλειά στις οικοδομές και στα μεγάλα τεχνικά έργα πρώτα σαν απλός εργάτης και ύστερα σαν αρχιεργάτης. Η εργατικότητα και η συνέπεια του, σε συνδυασμό με την υποτακτικότητα του, τον βοήθησε να δουλεύει πιο καλοπληρωμένα από την πλειοψηφία των συναδέλφων του και να γίνει γνωστός,έτσι ώστε να καταφέρει να δουλέψει στα πιο φημισμένες μεγάλες οικοδομικές κατασκευές στην πρωτεύουσα, ειδικά τα τελευταία χρόνια.

Έτσι ήταν πολύ φυσικό ο κύριος Ζhou, να βρεθεί από τους πρώτους στην κατασκευή του Εθνικού Ολυμπιακού Σταδίου. Το στάδιο που θεμελιώθηκε τον Δεκέμβρη του 2003, πρόκειται να ολοκληρωθεί μέχρι τον ερχόμενο Απρίλη και αποτελεί σύγχρονο αρχιτεκτονικό θαύμα. Φτιαγμένο από σαράντα δύο χιλιάδες τόνους ειδικού χάλυβα, από τους οποίους οι έντεκα χιλιάδες περίπου θα κρέμονται από την οροφή, υπολογίζεται να κοστίσει τρεισήμισι εκατομμύρια γιουάν η αλλιώς τετρακόσια είκοσι τρία εκατομμύρια δολάρια, με σχέδιο του ελβετικού αρχιτεκτονικού γραφείου Herzog & de Meuron, που κάνει την εξωτερική όψη του να μοιάζει με μια γιγάντια φωλιά πουλιού. Το στάδιο, με τριακόσια τριάντα μέτρα μήκος και εξήντα εννέα ύψος θα έχει χωρητικότητα εκατό χιλιάδων θέσεων και εκεί θα γίνουν οι τελετές έναρξης και λήξης των αγώνων καθώς και τα αγωνίσματα του στίβου.

‘Όπως και οι υπόλοιποι εργάτες, οι περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες από την Χενάν και την Σινχουάν έτσι και ο κύριος Zhou, έζησαν όλο αυτόν τον καιρό δίπλα στο εργοτάξιο, σε κοιτώνες, που απέχουν διακόσια μέτρα από αυτό. Για εννιά και δέκα ώρες την ημέρα , δούλεψαν με μισθό οι πιο πολλοί χίλια πεντακόσια γιουάν ( διακόσια δολάρια) τον μήνα, κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες και απαιτητικές τεχνικά συνθήκες, με τον χρόνο να τους κυνηγάει. Μόλις πρόσφατα ύστερα από πιεστικά δημοσιεύματα του δυτικού τύπου, που ανέφεραν πως η φωλιά του πουλιού κόστισε δέκα θανάτους εργατών, οι κινεζικές αρχές αναγκάστηκαν απρόθυμα να παραδεχθούν μόνο δύο θανάτους.

Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των εσωτερικών μεταναστών-εργατών στα ολυμπιακά έργα, που οι αρχές του Πεκίνου ετοιμάζουν να τους διώξουν από την πόλη, κατά την διάρκεια των αγώνων, ο κύριος Zhou, επιβραβεύτηκε και θα παραμείνει για να γίνει ένας από τους πολλούς λαμπαδηδρόμους που θα μεταφέρουν χέρι με χέρι την ολυμπιακή φλόγα στο στάδιο. Θα εκπροσωπήσει έτσι τους καλότροπους εργάτες που με τον ιδρώτα και το αίμα τους, μερικές φορές, κατασκεύασαν τα εκπληκτικά έργα για τους αγώνες. Ο κύριος Zhou,όταν έμαθε την τιμητική γι αυτόν απόφαση δήλωσε πολύ ευτυχισμένος, υπερήφανος αλλά και βαθιά υποχρεωμένος προς τους κρατικούς αξιωματούχους που τον διάλεξαν. Ούτε τώρα ούτε και την στιγμή που θα πιάνει στο χέρι του την δάδα, δεν θα του περάσει από το μυαλό πως αρκετές δεκαετίες πριν ένας ποιητής είχε γράψει και για την περίπτωση του ένα ποίημα-μνημείο, μεγαλύτερης αξίας από την Φωλιά του Πουλιού, ‘ίσως γιατί από την πολύ δουλειά δεν πρόλαβε να γίνει ένας εργάτης που διαβάζει.

«Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα-
ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελείωσαν,
πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιους
θριαμβεύσανε οι Καίσαρες; Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του; Ακόμα και στη μυθική
Ατλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.»


* Το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» γράφτηκε το 1935, παραμονές κάποιων άλλων ιστορικών Ολυμπιακών Αγώνων στην πατρίδα του ποιητή και η όμορφη μετάφραση του είναι του Μάριου Πλωρίτη. Πάρθηκε από την συλλογή Ποιήματα από την πέμπτη έκδοση του Θεμέλιου, το 2000.

26 Ιαν 2008

Cananea –Βόρειο Μεξικό. Απόδραση από το Μουσείο



Όλοι σχεδόν οι μεξικάνικοι τουριστικοί οδηγοί αλλά και οι τοπικοί όταν αναφέρονται στην Cananea, (Heroica Ciudad de Cananea, όπως είναι το επίσημο όνομα της) συνιστούν μια επίσκεψη στο Μουσείο των Εργατικών Αγώνων. Το παλιό επιβλητικό κτίριο του 1903, στο κέντρο της πόλης, που χρησιμοποιήθηκε εξ’ αρχής σαν φυλακή, μετατράπηκε το 1980 σε μουσείο με πρωτοβουλία της τοπικής κυβέρνησης της Σονόρα και από τότε εκθέτει στο εσωτερικό του τις μνήμες του ηρωικού εργατικού κινήματος της περιοχής αλλά και την ιστορία των ανθρώπων που δούλεψαν στις στοές του μεγάλου ορυχείου, περισσότερο από έναν αιώνα.
Στα χίλια εξακόσια υψόμετρο, πολύ κοντά στα αμερικανό-μεξικάνικα σύνορα της Αριζόνα, η πόλη, με τριάντα περίπου χιλιάδες κατοίκους, έχει συνδεθεί από την ίδρυσή της με το διπλανό μεγάλο ορυχείο χαλκού, ενώ το όνομα της προέρχεται από την γλώσσα των Απάτσι και σημαίνει κρέας των αλόγων. Για πρώτη φορά εγκαταστάθηκαν εδώ Ιησουΐτες μοναχοί το 1760 για να λεηλατήσουν τα παλιά ορυχεία χρυσού και ασημιού για τους Ισπανούς και στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να λειτουργεί το ορυχείο χαλκού που παραμένει μέχρι τώρα το μακροβιότερο από τα μεγάλα ανοικτά ορυχεία του κόσμου.
Στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας του στρατηγού Πορφύριο Ντιάζ, το 1906, στο ορυχείο ξέσπασε μια άγρια απεργία πέντε χιλιάδων Μεξικάνων εργατών ενάντια στις μισθολογικές διακρίσεις των αφεντικών, που τους πλήρωναν με ελάχιστα πέσος σε αντίθεση με τους λευκούς -Γκρίνγκος- επιστάτες. Η απεργία πνίγηκε στο αίμα από ομάδες Αμερικάνων ρέιντζερς και Μεξικανούς στρατιώτες. Σε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία του πρώιμου εργατικού κινήματος στη χώρα έπεσαν νεκροί είκοσι τρεις απεργοί, δεκάδες τραυματίστηκαν και εκατοντάδες σύρθηκαν στην νεόκτιστη φυλακή της πόλης. Για τη σύγχρονη ιστορία του Μεξικό, η εργατική εξέγερση στην Cananea θεωρείται ο προάγγελος της Μεξικάνικης επανάστασης του 1910. Στα σχολικά βιβλία οι μικροί μαθητές ακόμη διαβάζουν για την μυθική αντίσταση της πόλης, ακόμη και των μικρών παιδιών ενάντια στις δυνάμεις καταστολής.
Από τότε η ιστορία του ορυχείου είναι μια συνεχής ακολουθία εργατικών αγώνων και συγκρούσεων πρώτα με τα αμερικάνικα αφεντικά της Ανακόντα και ύστερα με τους κρατικούς διοικητές όταν αυτό εθνικοποιήθηκε το 1971. Δύο δεκαετίες αργότερα η κυβέρνηση του Σαλίνας στα πλαίσια του κύματος ιδιωτικοποιήσεων έδωσε το ορυχείο στην Γκρούπο Μέχικο, δηλαδή στην οικογένεια των Λαρέας. Από τότε άρχισαν οι μεγάλες μειώσεις στο προσωπικό και ένα νέος κύκλος σκληρών απεργιών όπως αυτές του 1999 και του 2003, που συνήθως τελείωναν με την βίαιη επέμβαση της αστυνομίας.
Όλες αυτές οι μνήμες ζωντάνεψαν τις τελευταίες ημέρες στη χώρα ύστερα από την δικαστική απαγόρευση της μεγάλης πεντάμηνης απεργίας στο ορυχείο που ξεκίνησε στις 30 του Ιούλη του 2007. Χίλιοι τριακόσιοι περίπου εργάτες συμμετείχαν στην απεργία που κόστισε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην εταιρία απαιτώντας καλύτερους μισθούς και ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Για απάντηση πήραν από την κυβέρνηση Καλντερόν ένα νόμο που επιτρέπει τα αφεντικά να κηρύττουν λοκ-άουτ και να απολύουν τους απεργούς, μια δικαστική απόφαση που έβγαλε στα μέσα του Γενάρη παράνομη την απεργία και μια μεγάλη αστυνομική επιχείρηση που επανέφερε την τάξη στο ορυχείο. Παρά την προσωρινή ήττα οι εργάτες όμως (ακόμη αρκετοί δεν έχουν επιστρέψει στην δουλειά) κατάφεραν να ξεσηκώσουν μια πανεθνική κινητοποίηση αλληλεγγύης και να αναγκάσουν τα συνδικάτα να κηρύξουν απεργία σε όλες τις επιχειρήσεις της εταιρίας σε όλη την χώρα. Με 198 απεργίες από το 2000 και ύστερα στον κλάδο των ορυχείων, σε σχέση με τρεις μόνο σε όλη την δεκαετία του Ενενήντα, όχι άδικα πολλοί μιλάνε για την αναγέννηση του εργατικού κινήματος στις στοές των ορυχείων και για ξαναζωντάνεμα των μορφών που βρίσκονται στο μουσείο στο κέντρο της Cananea.

* Στο διαδίκτυο διακινήθηκε τις τελευταίες ημέρες ένα κείμενο συμπαράστασης στους απεργούς Οι απαιτητικοί αναγνώστες του «Αθέατου Κόσμου» τόσο το κείμενο αλληλεγγύης όσο και περισσότερες πληροφορίες για την εξέλιξη του αγώνα και την αστυνομική καταστολή, μπορούν να βρούνε στην ιστοσελίδα του συνδικάτου των εργατών ορυχείων http://www.sindicatomineroseccion65.com.mx/ στην ισπανική γλώσσα. Η φωτογραφία είναι από την απεργία του 1906.

12 Ιαν 2008

Παρανά –Βραζιλία Μεταλλαγμένοι σπόροι και σφαίρες



H Santa Tereza de Oeste βρίσκεται στην βόρεια άκρη του Εθνικού Πάρκου Ιγκουάτσου, στην νότια Βραζιλία, στην επαρχία Παρανά στην περιφέρεια του Cascavel. Με δέκα χιλιάδες περίπου κατοίκους, κυρίως αγρότες, είναι μια από τις πύλες εισόδου στην προστατευμένη περιοχή, στην οποία μεταξύ άλλων φυσικών μνημείων παγκόσμιας σημασίας, βρίσκονται και οι περίφημοι καταρράκτες του Ιγκουάτσου, σε μια έκταση με εκπληκτική ποικιλία φυτών, δένδρων και άγριων ζώων. Αυτό το σημείο διάλεξε η ελβετικής καταγωγής πολυεθνική Syngenta, να φτιάξει ένα μεγάλο ερευνητικό κέντρο εφαρμογής καλλιεργειών με γενετικά τροποποιημένους σπόρους για παραγωγή καλαμποκιού και σόγιας. Για δύο χρόνια, από τον Μάρτη του 2006, οι εκτάσεις, (εκατόν σαράντα περίπου εκτάρια), που περιλαμβάνονται στο Ερευνητικό Κέντρο της Syngenta, έχουν γίνει το επίκεντρο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινωνικές οργανώσεις των αγροτών με επικεφαλής το Κίνημα των Ακτημόνων–Εργατών, (Movimento dos Trabalhadores Rurais Sem Terra (MST) και την πολυεθνική. Οικογένειες ακτημόνων κατέλαβαν το αγρόκτημα και επέβαλλαν στην τοπική κυβέρνηση της πολιτείας να ιδρύσει ένα ανάλογο κέντρο για την έρευνα και την παραγωγή αγρό-οικολογικών σπόρων χωρίς διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Η πολυεθνική όμως δεν το έβαλε κάτω. Με τη στήριξη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης Λούλα, κατάφερε όχι μόνο να ακυρώσει το πρόστιμο που της επέβαλλε η πολιτεία του Παρανά για παραβίαση των περιορισμών στο Εθνικό Πάρκο (η κυβέρνηση μείωσε την απόσταση πέραν την οποίας επιτρέπονται καλλιέργειες μεταλλαγμένων για τον κίνδυνο επιμόλυνσης) αλλά και να δικαιωθεί στα δικαστήρια, που διέταξαν την έξωση των αγροτών το περασμένο καλοκαίρι.

Το Οκτώβρη που πέρασε, όμως, περίπου διακόσοι αγρότες και ακτιβιστές του MST, επέστρεψαν στο αγρόκτημα και το ανακατέλαβαν, καταγγέλλοντας την πολιτική υποταγής της κυβέρνησης στις πολυεθνικές και σημαίνοντας συναγερμό για την τύχη της προστατευμένης περιοχής από τις επιμολύνσεις που δημιουργούν τα πειράματα της Syngenta. Στην πολιτεία, άλλωστε, οι μάχες με τις πολυεθνικές χρονολογούνται από πολύ παλιά με κορυφαία την αναμέτρηση με την Μονσάντο, πριν αναλάβει ο Λούλα την διακυβέρνηση. Όλα έδειχναν πως θα ξεκινούσε ένας νέος αγώνας με δικαστικές προσφυγές, μέχρι το πρωινό της Κυριακής 21 του Οκτώβρη. Την ημέρα εκείνη μια μεγάλη ομάδα ένοπλων από την ιδιωτική εταιρία που η Syngenta προσέλαβε για φρούρηση των εκτάσεων απαίτησε από τις οικογένειες των αγροτών να αποχωρήσουν και όταν αυτοί αρνήθηκαν, άνοιξαν πυρ με αποτέλεσμα να σκοτώσουν τον σαράνταδιάχρονο, πατέρα τριών παιδιών Valmir Mota de Oliveira, γνωστό με το παρατσούκλι Keno, και να τραυματίσουν άλλα δύο στελέχη του ΜST. Η δολοφονία συγκλόνισε όλη τη χώρα και πλήθος κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων απαίτησαν την τιμωρία των ενόχων και το διώξιμο της πολυεθνικής από την χώρα. Κατήγγειλαν επίσης πως ο δεύτερος νεκρός από την μεριά των ενόπλων φυλάκων στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τους ίδιους για να μην υπάρξει μαρτυρία για τα γεγονότα. Η Syngenta με μια λακωνική και απίστευτα υποκριτική ανακοίνωση συλλυπήθηκε την οικογένειες των θυμάτων και ισχυρίστηκε πως η συμφωνία με την εταιρία προστασίας προέβλεπε πως οι φύλακες έπρεπε να ήταν άοπλοι! Υπενθύμισε επίσης πως απασχολώντας χίλιους εξακόσιους εργαζόμενους και έχοντας παρουσία ογδόντα χρόνων στην Βραζιλία συμβάλει στην αγροτική ανάπτυξη της χώρας και επιδοτεί με τρία εκατομμύρια δολάρια ετησίως, κοινωνικά προγράμματα! Με την συνέργεια -προσθέτουμε εμείς- της κυβέρνησης Λούλα που ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των μεγαλογαιοκτημόνων και μαζί με την κυβέρνηση Μπους μπήκαν επικεφαλής της εκστρατείας για την επέκταση της καλλιέργειας βιοκαυσίμων.



* Οι ρίζες της πολυεθνικής ξεκινούν από το 1758 όταν ο Johann Rudolf Geigy-Gemuseus ίδρυσε μια χημική επιχείρηση στη Βασιλεία της Ελβετίας. Το 2000 ο αγροχημικός τομέας της "Novartis" και της "Zeneca Agrochemicals" συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν την Syngenta.

1 Δεκ 2007

ΚΙΛΙΜΑΝΤΖΑΡΟ. Τα χιόνια και οι άνθρωποι


Στις ρίζες του Κιλιμάντζαρο, το Chekereni, είναι ένα από τα μεγάλα χωριά, που φτιάχτηκε από πρώην εργάτες στη σιδηροδρομική γραμμή που δούλευαν την δεκαετία του πενήντα, αν και το χωριό ιδρύθηκε επίσημα το 1972 σύμφωνα με ένα κρατικό πρόγραμμα δημιουργίας οργανωμένων οικισμών στην ύπαιθρο της Τανζανίας, και αποτελεί παράδειγμα πολυφυλετικής συμβίωσης. Δεκαεπτά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από την πόλη Moshi και πέντε χιλιόμετρα από τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί σε αυτήν, το χωριό ζει, σχεδόν αποκλειστικά, από την γεωργία. Με μέσο κλήρο 1,6 εκτάρια, οι μισοί και παραπάνω από τις τέσσερις χιλιάδες κατοίκους του χωριού ασχολούνται με την καλλιέργεια του καλαμποκιού, του ηλιόσπορου, του καφέ και της μπανάνας, ενώ στα χαμηλότερα απλώνονται εκτάσεις με ορυζώνες. Όπως και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής, το Chekereni, έχει άφθονα νερά ενώ αρκετές φορές πλημμυρίζει από το διπλανό ποτάμι, τον Ιλόνγκα, που κατεβαίνει από το μεγάλο βουνό. Δίχως σχολείο (ευτυχώς τα παιδιά του δημοτικού περπατούν μόνο δύο χιλιόμετρα μέχρι το διπλανό Chanzuru, ενώ αυτά του γυμνασίου πηγαίνουν στην επαρχιακή πρωτεύουσα Kilosa, που απέχει δώδεκα χιλιόμετρα), χωρίς κάποια υγειονομική υπηρεσία αλλά με ένα σύστημα παροχής οικιακού νερού που εγκατέστησε μια γερμανική ΜΚΟ, το χωριό ζει αρκετά καλά σε σχέση με τις γενικές αφρικανικές καταστάσεις, μιας και το Κιλιμάντζαρο χιλιάδες χρόνια τώρα φροντίζει να ποτίζει την γη και να φτιάχνει ένα ιδανικό εύκρατο μικροκλίμα για τη γεωργική παραγωγή. Γιατί το Κιλιμάντζαρο (το βουνό που λάμπει στα σουαχίλι που κατά μια εκδοχή από αυτήν πήρε το όνομα του) εκτός από μία μεγάλη αποθήκη νερού που κρατά στην στέγη του, με την μορφή προαιώνιων παγετώνων, αποτελεί και ένα ιδανικό φυσικό εμπόδιο στους ανέμους και τα σύννεφα που έρχονται από τον Ινδικό ωκεανό, έτσι ώστε αυτά να ρίχνουν την βροχή τους στην περιοχή.

Για τους Chagga, την πολυπληθέστερη εθνική ομάδα που ζει στην σκιά του βουνού, το Κιλιμάντζαρο αναγνωρίζεται στα τραγούδια τους σαν η πηγή των ποταμών, των ψαριών και όλης της ζωής. Ακριβώς αυτή η προαιώνια πίστη κινδυνεύει να αρχίσει να κλονίζεται από τις δυσοίωνες προβλέψεις γύρω από την ραγδαία μείωση των πάγων στην κορυφή του βουνού που βρίσκεται σε ύψος 5.895 μέτρων, με τους τρεις σβηστούς κρατήρες να βλέπουν προς τον ουρανό. Σύμφωνα με μελέτες και παρατηρήσεις που βασίζονται σε δορυφορικές φωτογραφίες, οι ηλικίας έντεκα χιλιάδων χρόνων πάγοι του στην δυτική πλευρά λιώνουν γρήγορα, ενώ σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς το Κιλιμάντζαρο έχασε κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, το 80% των πάγων του. Έτσι ορισμένοι πιθανολογούν πως σε είκοσι έως πενήντα χρόνια, τα πασίγνωστα από τον Χέμινγουεϊ χιόνια της στέγης της Αφρικής δεν θα υπάρχουν. Αρκετοί από τους παρατηρητές αποδίδουν αυτήν την εξέλιξη στις κλιματολογικές αλλαγές που προξενεί η μόλυνση της ατμόσφαιρας και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αντίθετα, άλλοι επιμένουν πως το λιώσιμο των πάγων είναι μια φυσική εξέλιξη που συνδέεται με τους μεγάλους κλιματολογικούς κύκλους εδώ και χιλιάδες χρόνια στην Αφρική αλλά και σε όλο τον πλανήτη.



Είναι αλήθεια πως οι πάγοι του Κιλιμάντζαρο έχουν γίνει -για προφανείς λόγους- ένα από τα πιο διαφημισμένα σύμβολα των υποκριτικών διεθνών εκστρατειών που οργανώνονται για το κλίμα (εσχάτως και του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ!), χωρίς φυσικά αποτέλεσμα και δίχως να θίγονται -κυρίως- οι πραγματικές αιτίες του μεγάλου προβλήματος. Από την άλλη οι επικριτές των δυσοίωνων προβλέψεων κάθε άλλο παρά αθώοι είναι και αρκετοί μισθοδοτούνται κανονικά από τις μεγάλες πολυεθνικές του πετρελαίου και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Εχθροί και λαμπεροί «φίλοι» του περιβάλλοντος συμφωνούν όμως πάντα, όταν η συζήτηση περνά στην σφαίρα των πραγματικών αιτιών και δίνουν όρκους πίστης στον καπιταλισμό και την οικονομία του κέρδους. Για τους αγρότες όμως του Chekereni, που είναι δεμένοι με το μεγάλο βουνό και το νερό που τους παρέχει, λίγη αξία έχει η συζήτηση αυτή, οι διεθνείς εκστρατείες και οι διάφορες διακρατικές συμφωνίες που πάντα μένουν στα χαρτιά. Αυτοί πιθανόν σύντομα να αντιμετωπίσουν σημαντικά πλήγματα στην ίδια τη ζωή τους και στο μέλλον των παιδιών τους.

* ο «Αθέατος Κόσμος» αυτήν τη φορά επέλεξε να συγχρονιστεί με την επερχόμενη διεθνή επικαιρότητα. Από την Δευτέρα 3 του Δεκέμβρη στο Μπαλί της Ινδονησίας θα φιλοξενηθούν πάνω από δέκα χιλιάδες αξιωματούχοι από εκατόν ενενήντα χώρες στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα του ΟΗΕ. Παρά τις υποσχέσεις, κανείς σοβαρός παρατηρητής δεν περιμένει από τους ισχυρούς να αυτορυθμιστούν και αυτοπεριοριστούν.