13 Δεκ 2008

Σικάγο- ΗΠΑ. Η κατάληψη που ανακίνησε μνήμες


Ο Mairo Neira , είναι ένας από τριακόσιους περίπου εργάτες , Λατίνοι στην πλειοψηφία τους, που έχουν καταλάβει εδώ και μερικές ημέρες το κτίριο Coose Island , στο οποίο στεγάζεται η εταιρία Republic Windows & Doors στο Σικάγο. Οι ιδιοκτήτες ανακοίνωσαν ξαφνικά το κλείσιμο, δίνοντας μια προειδοποίηση μόνο τριών ημερών στους εργάτες και την Παρασκευή 5 του Δεκέμβρη διέκοψαν ολοκληρωτικά την λειτουργία της επιχείρησης. Επικαλούνται την σημαντική μείωση των πωλήσεων και το πάγωμα της δανειοδότησης από την Bank of America. Το εργοστάσιο , που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1965, έφτιαχνε πόρτες και παράθυρα κατοικιών από πλαστικό και έφτασε να απασχολεί μέχρι και επτακόσιους εργαζόμενους. Στην περίοδο του μεγάλου κατασκευαστικού μπουμ στις ΗΠΑ, η εταιρία έφτανε τα τριάντα εκατομμύρια δολάρια σε τζίρο. Ύστερα όμως από την απότομη μεγάλη πτώση, των τελευταίων δύο χρόνων οι πωλήσεις για το 2008, μόλις και έφτασαν- μέχρι το κλείσιμο - τα έξι εκατομμύρια δολάρια. Η εταιρία είναι μια από τις πολλές στον κλάδο που βρέθηκαν με πλεόνασμα παραγωγικού δυναμικού ενώ οι τράπεζες έσπευσαν να αποσύρουν την πιστωτική στήριξη.

Έτσι ο Mairo Neira, βρέθηκε από την μια στιγμή στην άλλη στον δρόμο, χωρίς καν να έχει τις εξήντα ημέρες προθεσμία που προβλέπει ο ομοσπονδιακός νόμος, για να βρει καινούρια δουλειά και την αντίστοιχη πληρωμή γι αυτό το διάστημα, ανασφάλιστος και με 3500 δολάρια χρωστούμενα από την επιχείρηση. Στην ίδια μοίρα και η πενήντα-πεντάχρονη, Blanca Funes , που ήταν για δεκατρία χρόνια στην εταιρία και τώρα κινδυνεύει να χάσει και το σπίτι της επειδή το αγόρασε με δάνειο που ακόμα αποπληρώνει. Τώρα οι εργαζόμενοι βρίσκονται μέσα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου, δίπλα στις σιωπηλές μηχανές αρνούμενοι να αποχωρήσουν. Έχουν σχηματίσει βάρδιες από πενήντα –εξήντα άτομα και υπερασπίζονται την κατάληψη, αντίδραση όχι πολύ συνηθισμένη στην μητρόπολη του καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες.

Η κατάληψη του εργοστασίου έκανε τον γύρο της πόλης και δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Το γεγονός φιλοξενήθηκε στις σελίδες εφημερίδων πανεθνικής κυκλοφορίας, αναγκάζοντας μέχρι και τον Ομπάμα ( ίσως επειδή υπήρξε και κυβερνήτης της πολιτείας) να αφιερώσει μερικές λέξεις συμπόνιας σε μια πρόσφατη συνέντευξη τύπου. Όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις τόσο τα ΜΜΕ όσο και οι πολιτικοί προσπαθούν να τα ρίξουν όλα στις τράπεζες και στην σκληρότητα της πολιτικής τους για να αποφύγουν βαθύτερες σκέψεις και προβληματισμούς για την ρίζα του κακού. Όσο για την αστυνομία, δήλωσε πως παρακολουθεί στενά τα γεγονότα , χωρίς μέχρι τώρα τουλάχιστον να έχει επέμβει.

Το Σικάγο , το μεγάλο κέντρο στις μέσο-δυτικές πολιτείες, συνώνυμο της βιομηχανικής ανόδου της Αμερικής κουβαλά μεγάλη και βαριά ιστορία αναφορικά με το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ . Το κίνημα αλληλεγγύης στους εργάτες του κατειλημμένου εργοστάσιου θύμισε κάτι από τις ημέρες της δεκαετίας του Είκοσι, στα χρόνια της Μεγάλης Κρίσης αλλά και από εκείνες των άγριων ημερών του 1886 που κατέληξαν στην θυσία στην πλατεία Χαιμάρκετ. Πολλοί εργαζόμενοι , που διατηρούν ακόμη την δουλειά τους, καταλαβαίνουν πλέον πως γρήγορα έρχεται η σειρά τους και βλέπουν στους απολυμένους της εταιρίας το αύριο που παραμονεύει. Γι αυτό μαζί με τους ήδη πολλούς άνεργους της πόλης τρέχουν να βοηθήσουν υλικά και ηθικά τους καταληψίες.

* Σε μια συνέντευξη που παραχώρησαν αρκετοί εργαζόμενοι σε ανεξάρτητους δημοσιογράφους που τους επισκέφτηκαν, υπογράμμισαν πως ο αγώνας τους πρέπει να είναι η αρχή και να ακολουθήσουν και άλλοι στην χώρα. «Πρέπει να σηκώσουμε το κεφάλι και να ανοίξουμε τα μάτια μας» είπε ένας από αυτούς.

29 Νοε 2008

Τσονγκίνγκ, δυτική Κίνα. Η σκληρή ζωή στο στρατό μπανγκ-μπανγκ


Ο Peng Dongfu είναι τριάντα οκτώ χρονών και ζει μαζί με τη γυναίκα του σε ένα διαμέρισμα τριάντα μόλις τετραγωνικών, μαζί με άλλες τρεις οικογένειες, πολύ κοντά στον κεντρικό σταθμό των τρένων στα περίχωρα της Τσονγκίνγκ. Κατέληξε στην κινέζικη μεγαλούπολη στα 1997, αφού πρώτα δούλεψε για ένα χρόνο, απλήρωτος, σε ένα παράνομο ανθρακωρυχείο στην επαρχία Χουμπέι, ανατολικά της Τσονγκίνγκ. Ο Πενγκ είναι ένας από τα εκατομμύρια των νεαρών Κινέζων που ακολούθησαν αναγκαστικά τους δρόμους της εσωτερικής μετανάστευσης από την αγροτική ενδοχώρα προς τα αστικά κέντρα στα δυτικά και τα παράλια, με σκοπό την αναζήτηση δουλειάς. Αυτή η τερατώδης σε αριθμούς μετακίνηση πληθυσμού τις δύο τελευταίες δεκαετίες μεγάλωσε εντυπωσιακά πόλεις σαν την Τσονγκίνγκ, η οποία είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη σε πληθυσμό πόλη στον κόσμο, με τριάντα ένα εκατομμύρια ανθρώπους στην ομώνυμη επαρχία, δεκατρία από τα οποία συνωστίζονται στο μητροπολιτικό κέντρο της. Στα μισά περίπου της μεγάλης πορείας των νερών του Γιανγκτσέ, η πόλη που από παλιά αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κόμβο και λιμάνι για τη δυτική Κίνα αναπτύχθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τότε που αποτέλεσε ξεχωριστό δήμο, μετά το χωρισμό της από την επαρχία Σινχουάν. Κτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, δεν επιτρέπει τη μαζική χρήση του ποδηλάτου, και γι’ αυτό, ειδικά εδώ, οι άνθρωποι-αχθοφόροι είναι πολύ χρήσιμοι ακόμη για τις μεταφορές.

Ο Peng Dongfu είναι ένας από τους εκατό και πλέον χιλιάδες αχθοφόρους της πόλης, μέλη του στρατού «μπανγκ-μπανγκ», δηλαδή των χωρίς ειδίκευση και την παραμικρή μόρφωση εργατών που με λίγες βέργες από μπαμπού (μπανγκ-μπανγκ στα κινέζικα) και νάιλον σχοινιά μεταφέρουν στους ώμους τους την καθημερινή εμπορική δραστηριότητα της Τσονγκίνγκ. Με δύο ευρώ μέση ημερήσια αμοιβή για δώδεκα ώρες κουβάλημα, τις πιο πολλές φορές με φορτία που ζυγίζουν πολύ περισσότερο από τα πενήντα πέντε κιλά που έχει σωματικό βάρος ο Πενγκ, η ζωή γι’ αυτόν και τη γυναίκα του, που δουλεύει σε μια καντίνα για εξήντα ευρώ το μήνα, είναι πολύ δύσκολη. Παρ’ ότι δουλεύει και τις επτά μέρες της εβδομάδας, με δυσκολία εξοικονομεί το νοίκι που ξεπερνά τα πενήντα ευρώ και καλύπτει τις ζωτικές ανάγκες του για φαγητό. Ο Πενγκ, παρά την κακή διατροφή, αντέχει ακόμη να τρέχει γρήγορα, φορτωμένος, στα στενά ανηφορικά σοκάκια, στη μεγάλη αγορά Chaotianmen και στους μόλους στις όχθες του ποταμού, όπου δένουν τα εμπορικά πλοία. Αφού δεν έχει παιδί και είναι υγιής, δεν χρειάστηκε μέχρι τώρα να ξοδέψει χρήματα για την εκπαίδευση και την περίθαλψη, που αποτελούν μεγάλο βραχνά για τους φτωχούς Κινέζους, μιας και χρειάζεται να πληρώνουν αδρά τις υπηρεσίες που άλλοτε ήταν δωρεάν. Ισως γι’ αυτό να θεωρεί τον εαυτό του λιγότερο δυστυχισμένο από τους περισσότερους εργάτες μέλη του στρατού μπανγκ-μπανγκ και αποφεύγει να παραπονιέται συχνά. Πολύ περισσότερο που δεν έχει να σκέφτεται, όπως πολλοί άλλοι, τα παιδιά και τις γυναίκες που άφησαν πίσω στα χωριά και που πρέπει κάθε τόσο να εξοικονομούν μερικά γιουάν για να τα στείλουν σε αυτούς.

* Τρέχοντας από τα ξημερώματα ως το βράδυ, ο Πενγκ δεν θα ήταν δυνατόν να μάθει πως σε μια πολύ μακρινή χώρα, που ο συνολικός πληθυσμός της είναι λιγότερος από αυτόν της μητροπολιτικής Τσονγκίνγκ, πιο καλοπληρωμένοι και με τεχνικά μέσα βοήθειας εργάτες που ασχολούνται με τις μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων στα λιμάνια αντιδρούσαν μαζικά και οργισμένα και απαιτούσαν από μια κινέζικη μεγάλη εταιρεία να γυρίσει σπίτι της. Δεν είναι απίθανο μάλιστα και να ένιωθε και υπερηφάνεια από τις οικονομικές επιτυχίες της χώρας του. Στην πραγματικότητα, όμως, και η εταιρεία και το σημερινό κινέζικο καθεστώς είναι το ίδιο εχθρικοί και απειλητικοί τόσο γι’ αυτούς τους λευκούς εργάτες όσο και για τον άνθρωπο μπανγκ-μπανγκ, Peng Dongfu.

15 Νοε 2008

Ichocan –Βόρειο Περού. Το κορίτσι με την φωνή πουλιού

Το διοικητικό διαμέρισμα της Ichocan είναι ένα από τα επτά της επαρχίας του Σαν Μάρκος,που ανήκει στην ευρύτερη περιφέρεια της Cajamarca, στο βορειοανατολικό Περού, κοντά στα σύνορα με τον Ισημερινό. Στο μικρό ομώνυμο χωριό, που έδωσε το όνομά του στο γεωγραφικό διαμέρισμα, σφηνωμένο στις ψηλές πλαγιές των Ανδεων, τον περασμένο αιώνα, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '20, γεννήθηκε ένα κορίτσι που, ώσπου να φτάσει στα δεκατρία χρόνια της, κατάφερε να γίνει θρύλος για τους Ιντιος που την άκουγαν εκστασιασμένοι κάθε φορά να τραγουδά στις τοπικές γιορτές στη γλώσσα κέτσουα τους θρησκευτικούς ύμνους και τα παραδοσιακά τραγούδια που κληρονόμησαν από τους Ινκας. Είναι άγνωστο αν από τότε, ή αργότερα, στην εκπληκτική καριέρα της, το μικρό κορίτσι πίστεψε πως ήταν απευθείας απόγονος του βασιλιά των Ινκας Αταχουάλπα, αλλά η λατρεία που συγκέντρωνε για τη φωνή της και την ομορφιά της ήταν αληθινά ανάλογη με αυτήν που απαιτούσαν οι παλιοί βασιλιάδες. Υπάρχουν πολλοί ακόμη που ισχυρίζονται πως όταν το μικρό κορίτσι έφυγε από το Ichocan, οι χωρικοί αντέδρασαν οργισμένα, θεωρώντας τη φυγή ύβρη στους θεούς, και ξέσπασαν σε θρήνους που αντιλαλούσαν για καιρό στα υψίπεδα των Ανδεων.

Η Zoila Augusta Emperatriz Chavarri del Castillo, που πρόσθεσε το όνομα του τελευταίου βασιλιά των Ινκας και δολοφονημένου ύπουλα από τους Ισπανούς, Αταχουάλπα, έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο στη δεκαετία του '50 και στις αρχές του '60 με το πιο αμερικάνικο όνομα Ιμα Σουμάκ, που στα κέτσουα θα πει «τόσο όμορφη!». Για να καταφέρει να ακολουθήσει το μέντορά της και αυτόν που την έφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες, το συνθέτη Moices Vivanco, τον παντρεύτηκε όταν εκείνος την ανακάλυψε σε ένα τοπικό φεστιβάλ. Με τον πρώτο δίσκο της, το 1950, κατακτά την Αμερική και ανοίγει ο δρόμος για μια λαμπρή καριέρα, που έφτασε στην αποθέωση όταν η Σουμάκ περιόδευσε στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στη Μόσχα, μάλιστα, δέκα χιλιάδες σοβιετικοί πολίτες στην Οπερα Τσαϊκόφσκι, με επικεφαλής τον Σοστακόβιτς και τον Χατσατουριάν, τη χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Εφτασαν μόλις πέντε προσωπικοί δίσκοι για να αναγνωριστεί η φωνή της, που κάλυπτε πέντε οκτάβες όταν έκανε τη φωνή των πουλιών, σαν ένα φαινόμενο που σπάνια εμφανίζεται στην ανθρώπινη ιστορία, ενώ η εξωτική ομορφιά της τονιζόταν ιδιαίτερα από τα πολύχρωμα κοστούμια και τις ενδυμασίες που επέλεγε στις εμφανίσεις της μπροστά σε κοινό.

Ακόμη και στη δεκαετία του '90, σε μια από τις λιγοστές εμφανίσεις της, η θεϊκή φωνή της παρέμεινε αναλλοίωτη. Η Σουμάκ, ύστερα από το χωρισμό της με τον άνθρωπο που την οδήγησε στην Αμερική και στην παγκόσμια αναγνώριση, πέρασε μια δύσκολη περίοδο στην αφάνεια και λίγες φορές επέλεξε να εμφανιστεί, με τελευταία δουλειά της το δίσκο «Miracles: Yma rocks!», όπου πειραματίστηκε με την ηλεκτρονική μουσική. Εζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στη δυτική πλευρά του Λος Αντζελες, σιωπηλά και με αξιοπρέπεια.

* Στο μιντιακό κατακλυσμό των εκλογικών γεγονότων από τις ΗΠΑ, η είδηση του θανάτου της Ιμα Σουμάκ, το Σάββατο 1 του Νοέμβρη, σε ένα γηροκομείο της δυτικής αμερικάνικης μεγαλούπολης, πέρασε στα ψιλά, αν και όλες σχεδόν οι εφημερίδες στην Ευρώπη και στην Ελλάδα έδωσαν έστω και λιγοστό χώρο για μια αναδρομή στους παλιούς διθυράμβους. Η θεματική παρέκκλιση της στήλης από τα συνηθισμένα οφείλεται σε μια έντονη παιδική ανάμνηση που οφειλόταν, τότε, όχι τόσο στην εντυπωσιακή φωνή της αλλά στην εξωτική, εντυπωσιακή εμφάνισή της στο εξώφυλλο ενός δίσκου 45 στροφών, με τα έντονα χρώματα που τόνιζαν την ομορφιά της. Για τους αναγνώστες της στήλης προτείνεται ανεπιφύλακτα μια επίσκεψη στην προσωπική ιστοσελίδα www.yma-sumac.com και η αναζήτηση κάποιου από τα λίγα cd που κυκλοφορούν με τα τραγούδια της.

1 Νοε 2008

Xiaogang –Κίνα Η «καπιταλιστική ανταρσία» που κατέληξε σε τραγωδία


Στην τεράστια κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στον Γιανγκτσέ, και στον Huaihe, στην νοτιο-ανατολική επαρχία Anhui , τα χωράφια είναι πολύ εύφορα για την παραγωγή όχι μόνο σιτηρών και ρυζιού αλλά και μεγάλης ποικιλίας φρούτων και λαχανικών εξαιτίας των συχνών πλημμύρων που προκαλούν τα δύο μεγάλα ποτάμια. Σε αυτήν την περιοχή στις όχθες του Huaihe, το Xiaogang , ένα μικρό, άγνωστο στους πολλούς, χωριό μέχρι το 1978, αποτελεί ως τα σήμερα , ένα είδος μνημείου για το νέο μετά-μαοϊκό κινέζικο καθεστώς Αυτό το χωριό επέλεξε ο σημερινός ηγέτης της χώρας Χου Ζιντάο να τιμήσει με την παρουσία του, στην επέτειο της έναρξης των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων στην Κίνα πριν τριάντα χρόνια.

Η ιστορία της καπιταλιστικής «ανταρσίας» στο Xiaogang , παρουσιάζεται με εξιδανικευμένο και ηρωικό τρόπο στην επίσημα κινέζικα μέσα ενημέρωσης τα οποία έσπευσαν μαζικά να μιλήσουν με τους χωρικούς που κατοικούν εκεί, τον τελευταίο καιρό και να επισκεφτούν την αίθουσα με τα κειμήλια εκείνης της περιόδου. Ήταν ένα βράδυ του Νοέμβρη του 1978 , όταν δεκαοκτώ χωρικοί μέλη της τοπικής λαϊκής κομμούνας υπέγραψαν μια συμφωνία διαμοιρασμού της κοινής γης σε ξεχωριστά ιδιωτικά νοικοκυριά, χωρίς την έγκριση των τοπικών κομματικών αρχών. Παρότι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα , αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις με την δυνατότητα να διαθέτουν ατομικά ένα τμήμα της παραγωγής στις αγορές των πόλεων. Σε ένα μεγάλο χαρτί έβαλαν με κόκκινο μελάνι , για υπογραφές τα αποτυπώματα τους και συμφώνησαν πως σε περίπτωση διώξεων θα αλληλοϋποστηριχτούν υιοθετώντας από κοινού τις οικογένειες των συλληφθέντων. Παρά τους φόβους τους όμως τα πράγματα εξελίχτηκαν εντελώς διαφορετικά. Από την πρώτη στιγμή τόσο ο επικεφαλής του κόμματος στην επαρχία όσο και η κεντρική ηγεσία στο Πεκίνο υποστήριξαν το εγχείρημα. Ο ίδιος ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ αναφέρθηκε με κολακευτικά λόγια στο θάρρος των χωρικών και το πρωτοποριακό πνεύμα που τους οδήγησε στην ενέργεια τους και κάλεσε τους Κινέζους χωρικούς σε γενικό παραδειγματισμό.

Τα πρώτα χρόνια έφεραν αύξηση της αγροτικής παραγωγής και οι κρατικές επιδοτήσεις που κατευθύνονταν επίτηδες σε αυτά τα καπιταλιστικά πειράματα , δημιούργησαν ένα σχετικά αυξημένο εισόδημα στο χωριό συγκριτικά με το γενικό μέσο όρο. Οι πρωτοπόροι χωρικοί κατάφεραν να επισκευάσουν τα σπίτια τους και να δημιουργήσουν και μικρές ατομικές κτηνοτροφικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αυτά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του Ογδόντα. Από εκεί και ύστερα άρχισαν τα προβλήματα. Οι κοινές αγροτικές υποδομές παραμελήθηκαν , τα μηχανήματα που μοιράστηκαν άρχισαν να παλιώνουν και οι επενδύσεις που υπόσχονταν οι υποστηρικτές των ατομικών νοικοκυριών από την κεντρική εξουσία δεν ήρθαν ποτέ. Η αγροτική παραγωγή άρχισε να μειώνεται και μαζί της και το εισόδημα των αγροτών που άρχισαν να βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν ομαδικά προς τις πόλεις για αναζήτηση εργασίας. Τριάντα χρόνια μετά το Xiaogang είναι ένα χωριό υπερήλικων , που αδυνατούν να καλλιεργήσουν την πλούσια γη ενώ η νεολαία έχει μετακομίσει στα παράκτια αστικά κέντρα πυκνώνοντας τις μεγάλες στρατιές των εσωτερικών μεταναστών. Οι εναπομείναντες είναι έτοιμοι να παραχωρήσουν όσο-όσο τα δικαιώματα τους στην γη σε βιομηχανικές εταιρίες που όμως παρά τις υποσχέσεις δεν έρχονται ενώ ορισμένοι ευελπιστούν πως η φήμη του χωριού που αναζωπυρώθηκε με την επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη μπορεί να φέρει ένα κύμα περίεργων τουριστών!, και μαζί τους μερικά γιουάν παραπάνω. Οι περισσότεροι όμως νοσταλγούν το συνεταιριστικό πνεύμα και την συλλογική προσπάθεια της επααναστατικής περιόδου.

Η περίπτωση του Xiaogang δεν είναι μοναδική . Σε όλη την κινέζικη ύπαιθρο οι καπιταλιστικές αλλαγές , έχουν φέρει μια οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση. Στασιμότητα στην αγροτική παραγωγή, μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων , πτώση του εισοδήματος , κατακόρυφη αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα στην πόλη και τα χωριό , καταστροφή των υποδομών που συντηρούσαν από κοινού οι συνεταιρισμοί . Συνακόλουθα μεγαλώνουν τα προβλήματα στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, χιλιάδες σχολεία έχουν κλείσει ενώ παρατηρείται επανεμφάνιση ασθενειών που είχαν εξαφανιστεί από την δεκαετία του Πενήντα όπως η φυματίωση . Τριάντα χρόνια μετά , στην ύπαιθρο της Κίνας, εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν κανέναν λόγο να συμμετέχουν στην κατευθυνόμενη από το καθεστώς γιορταστική ευθυμία μιας επετείου που οι πιο πολλοί θέλουν να ξεχάσουν.

* Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://democracyandclasstruggle.blogspot.com/2008/10/thirty-years-of-capitalist-reform-by.html, υπάρχει στα αγγλικά η πρόσφατη ομιλία της κινέζας καθηγήτριας Pao-yu Ching, για την επέτειο των τριάντα χρόνων από την έναρξη των καπιταλιστικών αλλαγών στην Κίνα , που παρουσιάστηκε στην Ουτρέχτη στις 21του Οκτώβρη και αξίζει να διαβαστεί

18 Οκτ 2008

Mambia- Γουινέα. Ο πιο κόκκινος βωξίτης

Ο βωξίτης ανακαλύφτηκε από τον γάλλο γεωλόγο Pierre Berthier πριν από 190 χρόνια περίπου, στην περιοχή της πόλης Μπω στην Προβηγκία, από την οποία πήρε και το όνομά του. Το ορυκτό αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή της αλουμίνας και μετά του αλουμινίου. Ανάλογα με την περιεκτικότητά του σε διαφορετικά υδροξείδια του σιδήρου παίρνει και το χρώμα του, από κόκκινο έως κίτρινο και μερικές φορές γκρίζο. Ο κοκκινωπός βωξίτης, που είναι και ο πιο συνηθισμένος, περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα του οξειδίου του τρισθενούς σιδήρου, γνωστού σαν αιματίτης. Τι γίνεται όμως όταν, πέρα από τις προσμίξεις των ορυκτών, το μετάλλευμα ποτίζεται και με ανθρώπινο αίμα;
Η Kindia είναι μια από τις επτά επαρχίες της Γουινέας στη Δυτική Αφρική που βρέχεται από τον Ατλαντικό και περιλαμβάνει τα πιο εύφορα εδάφη της χώρας μαζί και την πρωτεύουσα Κονακρί. Είναι γνωστή και σαν πρωτεύουσα των φρούτων λόγω της πλούσιας αγροτικής παραγωγής, που τροφοδοτείται από το τροπικό κλίμα στην παράκτια ζώνη και τα πολλά νερά που φέρνουν τα ποτάμια που εκβάλλουν στον ωκεανό. Η Γουινέα όμως είναι πλούσια και στο υπέδαφός της. Διαθέτει εκτός από ορυκτά διαμάντια και κοιτάσματα ουρανίου και το ένα τρίτο των γνωστών αποθεμάτων βωξίτη παγκοσμίως, κάνοντάς τη μια από τις μεγαλύτερες παραγωγούς και εξαγωγείς. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα και η πλειονότητα των 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων της δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την αφρικάνικη «μοίρα» τους. Ο επίγειος και υπόγειος πλούτος της χώρας λαφυραγωγείται συστηματικά από τις πολυεθνικές σε συνεργασία με μια μειοψηφική, πουλημένη στους ξένους, ελίτ, η οποία παίζει τον ρόλο του επιστάτη, του χωροφύλακα και του εγγυητή των ξένων επενδύσεων. Στην Kindia λοιπόν και συγκεκριμένα στην περιοχή γύρω από την πόλη Mambia, 80 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Κονακρί, πριν από λίγες ημέρες ο στρατός σκότωσε τουλάχιστον δύο διαδηλωτές και τραυμάτισε πολλούς άλλους για να εμποδίσει μια κινητοποίηση ενάντια στη ρώσικη πολυεθνική Rusal που λεηλατεί ένα μεταλλείο βωξίτη και ως συνήθως δεν ανταποκρίνεται ούτε στις ελάχιστες οικονομικές δεσμεύσεις της προς τις τοπικές κοινότητες.
Η χώρα που γιορτάζει τον φετινό Οκτώβρη τα πενήντα χρόνια της τυπικής ανεξαρτησίας της από τη Γαλλία, είναι αλυσοδεμένη σε έναν φαύλο κύκλο καθυστέρησης, με την πλειονότητα να ζει με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα, χωρίς βασικές υποδομές και με κατεστραμμένες ακόμη και εκείνες τις υποδομές, όπως ο σιδηρόδρομος, που φτιάχτηκαν την εποχή της αποικιοκρατίας. Σαν να μην έφταναν τα γνωστά βάσανά της, προστέθηκαν και καινούργια από έναν ανανεωμένο ανηλεή ανταγωνισμό Αμερικάνων, Καναδών, Ρώσων και Κινέζων που διαμέσου των πολυεθνικών τους διεκδικούν τα κοιτάσματα του βωξίτη. Το μοίρασμα που επιχειρεί το καθεστώς δεν μπορεί να εμποδίσει αυτήν την αναμέτρηση που προοπτικά θα φέρει μεγαλύτερο χάος και αστάθεια.
Τον Φλεβάρη του 2007 το καθεστώς του ισόβιου σχεδόν –τυπικά εκλεγμένου με όργιο νοθείας– προέδρου Λανσάνα Κοντέ (είναι μόνο ο δεύτερος σε αυτά τα 50 χρόνια μετά τον ιδρυτή και δικτάτορα Σεκού Τουρέ), για να σταματήσει μια πανεθνική απεργία 18 ημερών, εξαπέλυσε ένα κύμα άγριας βίας που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 60 ανθρώπους. Επειδή το καθεστώς είναι καλός μαθητής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και υπερασπιστής της δράσης των πολυεθνικών, η Δύση αλλά και η Ανατολή έκαναν πως δεν είδαν τη μεγάλη σφαγή. Γι’ αυτούς όλους σημασία έχει να φορτώνεται, δίχως εμπόδια, ο βωξίτης στα πλοία από το λιμάνι της πρωτεύουσας. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες και δουλειά μερικών μόνο ΜΚΟ που, αραιά και πού, βγάζουν καμιά ανακοίνωση που κατατάσσει το καθεστώς σε ένα από τα πιο διεφθαρμένα της Αφρικής. (Transparency International 2006.) Ετσι για να σώζονται τα προσχήματα και να υπάρχει πάντα διαθέσιμο και ένα χαρτί για εκβιασμό και πίεση.
* Στις αρχές του Οκτώβρη μια αντιπροσωπεία του ΔΝΤ επισκέφτηκε το Κονακρί για να αποτιμήσει την πρόοδο του προγράμματος PRGF που υποτίθεται έχει στόχο την καταπολέμηση της φτώχειας! Από τότε που εφαρμόστηκε και στη Γουινέα το πρόγραμμα, που απευθύνεται σε 78 χώρες(!), η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο. Από τις αρχές του 2007, εκτός των άλλων, ακόμα και στην πρωτεύουσα το ηλεκτρικό ρεύμα σπανίζει, με αποτέλεσμα το βράδυ το Κονακρί να μετατρέπεται σε πόλη-φάντασμα.

4 Οκτ 2008

Λωρίδα της Γάζας. Το λυπημένο Ραμαζάνι


Ο τέταρτος στύλος του ισλάμ, δηλαδή η νηστεία στον ένατο μήνα του ισλαμικού σεληνιακού ημερολογίου, το γνωστό Ραμαζάνι, τελείωσε φέτος την Τρίτη 30 του Σεπτέμβρη με το γιορτασμό της Ιντ αλ-Φιτρ, το Μπαϊράμι, με τελετές και γιορτές σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο, ύστερα από τη νύχτα της Δυνάμεως. Για το 2008, ο Ραμαντάν, σύμφωνα με το γρηγοριανό ηλιακό ημερολόγιο, ξεκίνησε την 1η του Σεπτέμβρη και μαζί του ξεκίνησε η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή, που όπως και στο χριστιανικό κόσμο απαιτεί εκτός από νηστεία και νυχτερινά πλούσια τραπέζια με εκλεκτά εδέσματα και φαγητά. Αυτά σε φυσιολογικές συνθήκες, ακόμα και φτωχικές, μιας και η παράδοση απαιτεί σε αυτήν την περίπτωση ακόμα και από το υστέρημά τους οι φτωχοί μουσουλμάνοι να προσπαθούν να γεμίσουν το οικογενειακό τραπέζι. Τι γίνεται όμως όταν οι συνθήκες αναγκάζουν τη νηστεία της ημέρας να τη διαδέχεται η πείνα της νύχτας; Ακόμα και αυτή η λύση που έδωσαν τούρκοι θεολόγοι, που αποφάνθηκαν πως δεν αποτελεί παραβίαση των κανόνων η χρήση έμπλαστρων που καταπολεμούν το αίσθημα της πείνας, αφορούσε τους πιστούς που νηστεύουν κατά τη διάρκεια της ημέρας!

Στην πυκνοκατοικημένη λωρίδα της Γάζας, των τριακοσίων εξήντα τετρ. χιλιομέτρων, η συντριπτική πλειοψηφία του 1,5 εκατομμυρίου Παλαιστίνιων πέρασε και το φετινό Ραμαζάνι σε συνθήκες που λίγο απέχουν από τη λιμοκτονία. Ηταν το πιο λυπημένο Ραμαζάνι, παραπονέθηκε ο Emad Antar, μπακάλης στην κεντρική αγορά της Γάζας, που προμηθεύτηκε λιγοστά τρόφιμα και κρέας από την Αίγυπτο μέσω των τούνελ στη μεθόριο, αλλά δεν κατάφερε να τα πουλήσει. Από την άλλη, ο Salem Ebidδήλωσε σε δημοσιογράφους πως τα εννιά παιδιά του έχουν να φάνε κρέας πέντε μήνες και ούτε αυτές τις γιορτινές μέρες κατάφερε να τους εξοικονομήσει μια μικρή μερίδα. Λίγες ανθρωπιστικές οργανώσεις, κύρια με τη συνδρομή του ΟΗΕ και ορισμένων αραβικών κρατών, έσπευσαν να απαλύνουν τη βαριά ατμόσφαιρα μοιράζοντας πακέτα βοήθειας. Ενα μπουκάλι πετρέλαιο, από τρία κιλά ρύζι, ζάχαρη και ρεβίθια και δύο δοχεία τοματοπολτό ήταν το περιεχόμενο των πακέτων που μοίραζε όλο το μήνα μια οργάνωση σε κεντρικό σημείο της πόλης, μπροστά σε ατέλειωτες ουρές Παλαιστίνιων. Αλλά και η απόφαση της Αιγύπτου να ανοίξει για δύο ημέρες τα σύνορα δεν έδωσε ανακούφιση σε όσους δεν έχουν χρήματα να ψωνίσουν. Το Ισραήλ έσφιξε κι άλλο τον κλοιό της πολιορκίας και αυτές ακόμη οι ισραηλινές εφημερίδες ήταν γεμάτες περιγραφές της απελπιστικής κατάστασης. Οι Παλαιστίνιοι με τη συνενοχή του δυτικού κόσμου και των αραβικών αντιδραστικών καθεστώτων τιμωρούνται συλλογικά για την απόφασή τους να μη σκύψουν το κεφάλι και για τη μαζική ετυμηγορία τους στην εκλογή κυβέρνησης από τη Χαμάς.

Ο παραλληλισμός με την πολιορκία και τη γενοκτονία των Γερμανών στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας το 1941, που τόσο κατανυκτικά τιμά το σιωνιστικό κράτος κάθε χρόνο, είναι απόλυτα δίκαιος. Οκτώ στους δέκα Παλαιστίνιους της Γάζας ζούνε πλέον απόλυτα εξαρτημένοι από τη ροή της ανθρωπιστικής βοήθειας, που και αυτήν ελέγχει σκληρά το Ισραήλ και τη χρησιμοποιεί για εκβιασμό. Εξι στα δέκα παιδιά κάτω των πέντε χρόνων πάσχουν από αναιμία. Πέντε στους δέκα Παλαιστίνιους από τον ενεργό πληθυσμό είναι άνεργοι και αρκετοί από τους υπόλοιπος υποαπασχολούμενοι. Τρεις στους δέκα ζούνε σε άθλιες συνθήκες στα προσφυγικά στρατόπεδα και οι πιο πολλοί από τους υπόλοιπους σε κατοικίες χωρίς στοιχειώδεις υπηρεσίες. Χιλιάδες παιδιά γυρίζουν στους δρόμους ολημερίς, αδυνατώντας να πάνε σχολείο. Οι κρατικοί υπάλληλοι είναι απλήρωτοι εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση. Πολλοί πλέον μιλούν για ανθρωπιστική καταστροφή δίπλα σε μια ερειπωμένη οικονομία. Η λωρίδα της Γάζας είναι ένα σύγχρονο αίσχος για τις δυτικές δήθεν πολιτισμένες κοινωνίες, η μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου και μια ανοιχτή πληγή για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο στον πλανήτη.

* Στις μέρες του Ραμαζανιού, τουλάχιστον επτά Παλαιστίνιοι προστέθηκαν στο μακάβριο κατάλογο των νεκρών από την κατάρρευση των υπόγειων στοών στην αιγυπτιακή μεθόριο. Πέντε από αυτούς παγιδεύτηκαν όταν οι αιγυπτιακές αρχές προκάλεσαν επίτηδες έκρηξη σε ένα τούνελ στο Αλ-Μπαραζίλ στη Ράφα και άλλοι δύο κοντά στο πέρασμα Σαλάχ-αλ-ντιν κατά τη διάρκεια της εκσκαφής.

20 Σεπ 2008

Η δολοφονία του μικρού… Σπάιντερμαν

Ο μικρός Joao Roberto Amaral θα γιόρταζε στα τέλη του Ιούλη τα τρίτα γενέθλιά του και σκόπευε να φορέσει γι’ αυτά τη στολή του Σπάιντερμαν. Οταν κηδεύτηκε, ο τραγικός πατέρας του, ο Paulo Roberto Amaral, ταξιτζής στο Ρίο, φρόντισε να είναι ντυμένος με τη στολή του αγαπημένου ήρωά του ο οποίος, αν και ακατανίκητος στη φαντασία του μικρού, δεν κατάφερε να τον υπερασπίσει από τις σφαίρες της αστυνομίας εκείνο το βράδυ της Τρίτης, 8 του περασμένου Ιούλη. Ο μικρός Joao βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με τον -εννιά μηνών- αδερφό του, το οποίο οδηγούσε η μητέρα του Alessandra. Δύο αστυνομικοί καταδίωξαν το αυτοκίνητο και, παρά την προσπάθεια της μητέρας του να τους δείξει πως μέσα σε αυτό βρίσκονταν μικρά παιδιά, αυτοί έριξαν πάνω από δεκαπέντε πυροβολισμούς, τραυματίζοντάς την, ενώ ο μικρός Joao, χτυπημένος στο κεφάλι από τις σφαίρες, άφησε την τελευταία πνοή του στο νοσοκομείο. Οι αστυνομικοί, που ως συνήθως συνελήφθησαν για τα μάτια του κόσμου και παραπέφθηκαν σε εσωτερική έρευνα, πρόβαλαν τις γνωστές δικαιολογίες πως δέχθηκαν πυρά από ένα αυτοκίνητο και κατά λάθος θεώρησαν στη συνέχεια πως ήταν αυτό που οδηγούσε η μητέρα του Joao. Οι γονείς του, αν και λυγισμένοι από την τρομερή απώλεια, είχαν το κουράγιο, πριν τον συνοδέψουν στην τελευταία κατοικία του, να δωρίσουν τα μάτια του σε ένα οκτάχρονο κορίτσι που βρισκόταν σε λίστα αναμονής για μεταμόσχευση.

Η ψυχρή δολοφονία του μικρού Joao ξεσήκωσε μεγάλο κύμα οργής στη βραζιλιάνικη μεγαλούπολη ενάντια στην αστυνομική εγκληματική αυθαιρεσία. Οι προϊστάμενοι των αστυνομικών ψέλλισαν ορισμένες δικαιολογίες και έδειξαν να είναι συντετριμμένοι από το λάθος, δίνοντας υποσχέσεις για τιμωρία των δύο δολοφόνων. Κανείς όμως ανεξάρτητος παρατηρητής της δράσης της αστυνομίας στις βραζιλιάνικες πόλεις δεν έχει πλέον αμφιβολία πως ο άδικος θάνατος του μικρού Joao θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Η περίπτωση του μικρού Joao προστέθηκε σε έναν μακρύ κατάλογο δολοφονιών που όλο και πιο συχνά διαπράττουν οι αστυνομικές δυνάμεις στους δρόμους και τις φαβέλες των πόλεων, σε μια πρωτοφανέρωτη έξαρση της αστυνομικής βίας που υποκινεί η κυβέρνηση Λούλα στο πλαίσιο δήθεν της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας. Το φαινόμενο έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που ανάγκασε πρόσφατα τη Διεθνή Αμνηστία και ανθρωπιστικές υπηρεσίες του ΟΗΕ να κατηγορήσουν ανοικτά τη δράση της βραζιλιάνικης αστυνομίας και των ειδικών κατασταλτικών ομάδων. Σύμφωνα με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, Φίλιπ Αλστον, για μία από τις πέντε ανθρωποκτονίες που γίνονται στην περιφέρεια του Ρίο υπεύθυνη είναι η αστυνομία. Μόνο το 2007 καταγράφηκαν 1.330 σκοτωμένοι από όπλα αστυνομικών, αριθμός κατά 25% μεγαλύτερος από το 2006. Η έκθεση του Αλστον πήρε μεγάλη δημοσιότητα στα διεθνή ΜΜΕ, στα μέσα του Σεπτέμβρη, αναγκάζοντας την ηγεσία της αστυνομίας να προσπαθήσει να την υποβαθμίσει και να την απαξιώσει, δηλώνοντας πως ο συντάκτης της δεν αφιέρωσε τον αναγκαίο χρόνο για μια αντικειμενική έρευνα.

Η κυβέρνηση Λούλα, παρά τις προσδοκίες των φτωχών Βραζιλιάνων για κοινωνικές αλλαγές, συνέχισε τις πολιτικές που διευρύνουν τη φτώχεια και τις ανισότητες στη χώρα. Η μεγάλη εγκληματικότητα και το διαδεδομένο φαινόμενο των συμμοριών στις φαβέλες είναι απόλυτα σχετικό με την εξαθλίωση εκατομμυρίων Βραζιλιάνων, που ασφυκτιούν από την ανεργία και την εγκατάλειψη. Στην ουσία τίποτε δεν άλλαξε, και η κυβέρνηση, αντί για παροχές και κοινωνικά προγράμματα, εκπόνησε σκληρότερα μέτρα καταστολής, πολλαπλασίασε τις επιδρομές στις παραγκουπόλεις και έδωσε το πράσινο φως στην αστυνομία να σκληρύνει και άλλο την πρακτική της. Στο Ρίο, που βρίσκεται στην κορυφή αυτού του αναπαραγόμενου κύκλου βίας και τρομοκρατίας στις επτακόσιες και πλέον φαβέλες του, η κυβέρνηση με αφορμή τους περσινούς παναμερικανικούς αγώνες αύξησε θεαματικά τις αστυνομικές δυνάμεις και τις ώθησε να γίνουν πιο βίαιες και δολοφονικές.

* Το φίλμ του Ζοζέ Παντίγια με τον ελληνικό τίτλο “Οι επίλεκτοι” (“Tropa de elite”-2007), βασισμένο στη νουβέλα του Λουίς Εντουάρντο Σοάρες και δύο πρώην στελεχών της ειδικής αστυνομικής ομάδας BOPE, που έκοψε εκατομμύρια εισιτήρια στη Βραζιλία και πήρε τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2008, δίνει, έστω και από τη σκοπιά των δυνάμεων καταστολής, αρκετές από τις σκληρές εικόνες που διαδραματίζονται καθημερινά στους δρόμους του Ρίο και των άλλων μεγάλων βραζιλιάνικων πόλεων.